- κίουρος
- κίουρος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.)1. δοχείο σιταριού2. μέτρο χωρητικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. kiyyor «αγγείο, δοχείο»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiuroi = κίουροι].
Dictionary of Greek. 2013.